ψεκαστήρας, ο
sprayer
Ερμηνεία:
Συσκευή, μέσω της οποίας εκτοξεύονται διάφορα διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών υπό μορφή αερολύματος ή νεφελώματος μικροσταγονιδίων.
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
sprinkler; atomizer; spray – gun; pulverisateur
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικές συσκευές:
|